μειονεκτικός

μειονεκτικός
-ή, -ό
ελαττωματικός, αυτός που υστερεί σε σχέση με άλλους: Βρέθηκε σε μειονεκτική θέση και δεν τον υπερασπίστηκε κανείς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μειονεκτικός — ή, ό (Α μειονεκτικός, ή, όν) [μειονεκτώ] νεοελλ. 1. αυτός που υστερεί σε σχέση με άλλους ως προς κάτι («βρίσκεται σε θέση μειονεκτική») 2. συνεκδ. ελαττωματικός, ελλιπής, ατελής, κατώτερος («μειονεκτικά παιδιά») αρχ. αυτός που είναι διατεθειμένος …   Dictionary of Greek

  • μειονεκτικοί — μειονεκτικός disposed to take too little masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειονεκτική — μειονεκτικός disposed to take too little fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… …   Dictionary of Greek

  • ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • μειονεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού μειονεκτικού, το να μειονεκτεί κάποιος ως προς κάτι από κάποιον άλλο 2. έλλειψη, ελαττωματικότητα 3. φρ. (ψυχιατρ.) «σύμπλεγμα μειονεκτικότητας» η νοσηρή ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο πιστεύει ότι μειονεκτεί σε …   Dictionary of Greek

  • χολαίνω — ΜΑ 1. υστερώ, είμαι μειονεκτικός 2. είμαι οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. αντί τού χολῶ, άω, κατά τα ρ. σε αίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”